αγαπητός

αγαπητός
(agapetes).Γένος θάμνων των Ιμαλαΐων και της Αυστραλίας. Ανήκει στην οικογένεια των ερεικιδών. Τα είδη του γένους αυτού ευδοκιμούν κυρίως σε δασικές εκτάσεις με πλούσιο χούμο, σε υψόμετρο 1.000 έως 2.000 μ. Τα φύλλα τους είναι οδοντωτά με μικρό μίσχο. Τα άνθη έχουν στεφάνη που μοιάζει με σωλήνα ή κουδούνι. Σχηματίζουν βοτρυοειδή ταξιανθία, αλλά μπορεί να βγαίνουν και ένα-ένα στις μασχάλες των φύλλων. Καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά φυτά για το ωραίο τους φύλλωμα και τα όμορφα κόκκινα άνθη τους. Πολλαπλασιάζονται εύκολα, κυρίως με μοσχεύματα. Τα κυριότερα είδη είναι o α. ο πυξόφυλλος,θάμνος των Ιμαλαΐων, ο α. ο μακρανθής,φυτό των ανατολικών Ινδιών και o α. o τριχοφόρος,που ευδοκιμεί στα Ιμαλάια.
* * *
-ή, -ό (Α ἀγαπητός, ή, όν) [ἀγαπῶ]
ο αγαπημένος, ο προσφιλής
αρχ.
1. αυτός με τον οποίο αναγκάζεται ή πρέπει κανείς να είναι ευχαριστημένος
2. (για πράγματα) επιθυμητός
3. επίρρ. ἀγαπητῶς: α) με χαρά, ευχάριστα
β) μόλις για να ευχαριστηθεί κάποιος, μόλις και μετά βίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἀγαπητός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαπητός — that wherewith one must be content masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαπητός — ή, ό άξιος για αγάπη, προσφιλής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγαπητά — ἀγαπητός that wherewith one must be content neut nom/voc/acc pl ἀγαπητά̱ , ἀγαπητός that wherewith one must be content fem nom/voc/acc dual ἀγαπητά̱ , ἀγαπητός that wherewith one must be content fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαπητῶν — ἀγαπητός that wherewith one must be content fem gen pl ἀγαπητός that wherewith one must be content masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαπητόν — ἀγαπητός that wherewith one must be content masc acc sg ἀγαπητός that wherewith one must be content neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαπητότατον — ἀγαπητός that wherewith one must be content masc acc superl sg ἀγαπητός that wherewith one must be content neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανακάρης, -ισσα, -ικο — αγαπητός, χαϊδεμένος, μοναχογιός: Τον έχουν κανακάρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγαπηταῖς — ἀγαπητός that wherewith one must be content fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαπηταί — ἀγαπητός that wherewith one must be content fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”